ζωάριο(ν)

ζωάριο(ν)
το см. ζούδι(ο)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζωάριο(ν)" в других словарях:

  • ζωάριο — το (Α ζωάριον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο, ζούδι νεοελλ. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. υποκορ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο, ω άριο)] …   Dictionary of Greek

  • ζωάριο — το 1. μικροοργανισμός: Ζωάρια του σπέρματος. 2. ανόητος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιματοζωάριο — το (hematozoaire) παλαιά ονομασία τών ζωικών παρασίτων τών ερυθρών αιμοσφαιρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, ατος + ζωάριο, υποκορ. τού ουσ. ζώο] …   Dictionary of Greek

  • ακαρίαση — Σοβαρή νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Είναι μεταδοτική δερματοπάθεια που προέρχεται από τα παράσιτα ακάρεα, γνωστή περισσότερο ως ψώρα. Τον άνθρωπο προσβάλλει ο σαρκοκόπτης, μικρό ωοειδές ζωάριο, που έχει ράχη με τριχωτή… …   Dictionary of Greek

  • ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ζώδιο — το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον) κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα τού ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων νεοελλ. 1. μικρό ζώο, ζωάριο 2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • μικροζωάριο — το (θιολ.) μικροοργανισμός μικροσκοπικών διαστάσεων, ζωάριο απλούστατο στην οργανική του σύσταση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»